αναγκοθέτηση

αναγκοθέτηση
η (Α ἀναγκοθέτησις) καταναγκασμός, εξαναγκασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀναγκοθετῶ, αναλογικά προς το νομοθέτησις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”